δοντιά

δοντιά
Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε αντικαθίστανται από παρόμοιους σχηματισμούς, όπως τα κερατοειδή φυμάτια του πετρομείζονα (άγναθοι), τα κεράτινα δ. των άνουρων, που είναι πολλών τύπων και σχημάτων, και τα κεράτινα χείλη των χελωνών. Στα κυριότερα σπονδυλόζωα, όπως τα ψάρια, ο αριθμός των δ. είναι μεγάλος αλλά όχι απόλυτα καθορισμένος· το μεγαλύτερο μέρος του οστέινου ουρανίσκου και της κάτω γνάθου καλύπτεται από δ. Στη διάρκεια της ανάπτυξης ο αριθμός των δ. ελαττώνεται. Στα θηλαστικά, μόνο τα προγναθικά και τα γναθικά οστά της άνω γνάθου και τα οδοντικά οστά έχουν δ. σε ορισμένο αριθμό. Στα μη θηλαστικά σπονδυλόζωα, τα δ. που πέφτουν αντικαθίστανται κατά τη διάρκεια πολλών κύκλων ζωής από δ. τελείως όμοια. Τα θηλαστικά έχουν δύο οδοντοφυΐες κατά τις οποίες αντικαθίστανται οι τομείς, οι κυνόδοντες και οι προγόμφιοι· μία οδοντοφυΐα υπάρχει για τους προγομφίους, οι οποίοι δεν αντικαθίστανται. Τα θηλαστικά είναι ετερόδοντα, δηλαδή παρουσιάζουν διάφορους τύπους δοντιών: τους τομείς, τους κυνόδοντες, τους προγομφίους και τους γομφίους. Στα θηλαστικά οι τύποι των δ. διακρίνονται ακόμα και από τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουν: τα δ. που μεγαλώνουν αργά ή συνεχώς χαρακτηρίζουν τα τρωκτικά και τα φυτοφάγα· τα δ. με σύντομη ανάπτυξη χαρακτηρίζουν τα σαρκοφάγα και τα παμφάγα. Η μασητική επιφάνεια είναι ανεπτυγμένη και η φθορά τους πιο εμφανής. Για την περιγραφή της οδοντοστοιχίας των θηλαστικών είναι σκόπιμη η χρήση του οδοντικού τύπου που εκφράζεται με ένα πηλίκο, του οποίου ο αριθμητής και ο παρονομαστής αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τον αριθμό των δ. του κάθε μισού της άνω και κάτω γνάθου. Ο σκύλος έχει τον ακόλουθο οδοντικό τύπο: Στον άνθρωπο ο τύπος είναι ως εξής: (Τ = τομέας, Κ = κυνόδοντας, Π = προγόμφιος, Γ = γομφίος). Ανατομία του ανθρώπου. Τα ανθρώπινα δ. είναι σφηνωμένα σε κοιλώματα (φατνία) των οστών της κάτω και άνω γνάθου, διατεταγμένα σε δύο ομόλογες και συμμετρικές σειρές που έχουν τοξοειδές σχήμα. Στο κάθε μισό του τόξου ενός ενήλικου (μόνιμη οδοντοφυΐα), και αρχίζοντας από τη μέση γραμμή, βρίσκονται δύο τομείς, ένας κυνόδοντας, δύο προγόμφιοι και τρεις γομφίοι, ονομασίες με τις οποίες διακρίνονται τα δ. ανάλογα με το σχήμα τους και τη λειτουργία τους. Οι τομείς με το κοφτερό ελεύθερο άκρο τους κόβουν τις τροφές, ενώ οι ανώμαλες επιφάνειες των γομφίων τις συνθλίβουν. Τόσο η τομή όσο και η σύνθλιψη των τροφών πραγματοποιούνται χάρη στην ειδική διάταξη των οδοντοστοιχιών (η άνω περιβάλλει την κάτω) και χάρη στις κάθετες και πλάγιες κινήσεις της κάτω γνάθου, που προκαλούνται από τους μυς της μάσησης (κροταφικοί, μασητήρες και πτερυγοειδείς). Στα παιδιά κάθε οδοντοστοιχία αποτελείται από δέκα δ. (προσωρινή ή νεογιλής οδοντοφυΐα): τέσσερις τομείς, δύο κυνόδοντες και τέσσερις γομφίοι. Η προσωρινή οδοντοφυΐα αρχίζει συνήθως μεταξύ του 6ου και 8ου μήνα· τελευταίοι εκφύονται οι κυνόδοντες, περίπου τον 18o μήνα, και οι δεύτεροι γομφίοι, το 2ος έτος. Γύρω στο 6ο έτος τα μόνιμα δ. αρχίζουν να αντικαθιστούν τα προσωρινά, που πέφτουν ύστερα από ατροφία της ρίζας τους· η αντικατάσταση γίνεται με την ίδια σειρά της εμφάνισης των προσωρινών δ. και τελειώνει περίπου στο 11o έτος, οπότε εκφύεται o πρώτος μόνιμος γομφίος· η μόνιμη οδοντοφυΐα συμπληρώνεται με την έκφυση και των άλλων δύο γομφίων. Σε κάθε δ. διακρίνεται η μύλη, η οποία αντιστοιχεί στο ορατό μέρος που εξέχει από τα ούλα, η ρίζα, που βρίσκεται σφηνωμένη στο φατνίο, και ο αυχένας, το τμήμα που ενώνει τη ρίζα με τη μύλη. Στο εσωτερικό κάθε δ. βρίσκεται η κοιλότητα του πολφού, που είναι γεμάτη από συνδετικό ιστό και απολήξεις νεύρων και αγγείων. Τα δ. αποτελούνται από παραλλαγή oστίτη ιστού, την οδοντίνη, η οποία απαρτίζεται κατά 72% από ανόργανες ουσίες και διαπερνάται από πολυάριθμους πόρους μέσα στους οποίους βρίσκονται οι αποφύσεις των κυττάρων που παράγουν την οδοντίνη των οδοντοβλαστών. Στο ύψος της μύλης η οδοντίνη καλύπτεται από λεπτή στιβάδα αδαμαντίνης, η οποία είναι ο πιο σκληρός ιστός του ανθρώπινου σώματος, με 97% ανόργανες ουσίες που περιλαμβάνουν ασβέστιο, φωσφόρο, μαγνήσιο και φθόριο· η αδαμαντίνη αποτελείται από πλήθος μικροσκοπικών εξάγωνων πρισμάτων που είναι στοιβαγμένα κατά μήκος της ακτινωτής διάταξης προς την επιφάνεια της οδοντίνης. Στο ύψος της ρίζας η οδοντίνη καλύπτεται από ένα στρώμα σιμεντίνης, οστέινης ουσίας που μοιάζει πολύ με τον οστίτη. Στη σιμεντίνη προσφύεται το συνδετικό σύστημα (ενδοφάτνιο) που στερεώνει το δ. στο φατνίο. Από τις πιο σοβαρές παθήσεις των δ. αναφέρονται η ελαττωματική σύγκλειση, δηλαδή η μη φυσιολογική αντιστοιχία των επιφανειών των ομόλογων δοντιών. Η πιο συχνή πάθηση των δ. είναι η τερηδόνα, ενώ, όσον αφορά το ενδοφάτνιο, πολύ συχνή είναι η φατνιακή πυόρροια. Συχνά επίσης, σοβαρά ενοχλήματα συνοδεύουν την έκφυση του τελευταίου γομφίου (φρονιμίτης), όταν αυτή εμποδίζεται και το δ. μένει ολικά ή μερικά κλεισμένο μέσα στα φατνίο χωρίς να προβάλλει φυσιολογικά.
* * *
και αδοντιά, η [δόντι]
1. αποτύπωμα από δόντι, δαγκωματιά
2. φρ. «κάνω αδοντιά»
(για σπαθί) αποκτώ οδοντωτές εσοχές και εξοχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δοντιά — η σημάδι από δόντι, δαγκωματιά: Οι δοντιές του σκύλου στο πόδι μου ευτυχώς χάθηκαν γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καποίου χάριζαν γομάρι καὶ τὸ τήραε’ς τὰ δόντια. — См. Даровому коню в зубы не смотрят …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χαυλιόδοντες — Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω… …   Dictionary of Greek

  • γομφίοι — Δόντια που ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας της ομοιότητας τους με τον γόμφο (χοντρό καρφί). Συνολικά, οι γ. είναι είκοσι. Από αυτούς οι δύο πρώτοι, που βρίσκονται μετά τον κυνόδοντα, λέγονται προγόμφιοιπρομυλίτες (οκτώ συνολικά σε κάθε σαγόνι).… …   Dictionary of Greek

  • δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • γιγαντοπίθηκος — (gigantopithecus blackii). Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος της Ασίας, που χρονολογείται από το πλειστόκαινο. Ελάχιστα λείψανά του έχουν βρεθεί, κυρίως τρία δόντια (τραπεζίτες) που ανακάλυψε ο ανθρωπολόγος φον Κένιχσβαλντ κοντά στο Χονγκ Κονγκ… …   Dictionary of Greek

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

  • ναρβάλ — Θηλαστικό της οικογένειας των Δελφινοπτέρων, της τάξης των κητωδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Monodon monoceros. Το κύριο χαρακτηριστικό του ν. βρίσκεται στην οδοντοφυΐα του: τα νεαρά άτομα έχουν μόνο δύο δόντια στο μπροστινό μέρος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”